θεσμοθέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεσμοθέτης < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεσμοθέτης αρσενικό
- αυτός που θεσμοθετεί
- (ιστορία) οι έξι από τους συνολικά εννέα άρχοντες της αρχαίας Αθήνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεσμοθέτης
|