Δείτε επίσης: ἄρχοντας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άρχοντας οι άρχοντες
      γενική του άρχοντα των αρχόντων
    αιτιατική τον άρχοντα τους άρχοντες
     κλητική άρχοντα άρχοντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
άρχοντας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄρχοντας, μορφή του ἄρχων (ουσιαστικό) < αρχαία ελληνική ἄρχων μετοχή και ουσιαστικοποιημένη μετοχή του ἄρχω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

άρχοντας αρσενικό (θηλυκό αρχόντισσα)

  1. πλούσιος άνδρας με θέση κύρους που φέρεται γενναιόδωρα και μεταφορικά όποιος φέρεται με παρόμοιο τρόπο χωρίς απαραιτήτως να είναι εύπορος
      Ο Κώστας είναι άρχοντας, καθαρός, καλοντυμένος, ευγενής, πάντα κερνάει.
      Είναι μισθωτός, αλλά θέλει να ζει σαν άρχοντας.
  2. (παρωχημένο) ο κυβερνήτης μιας περιοχής, ο αξιωματούχος, αριστοκράτης ή ευγενής που δικοικούσε μια περιοχή
    (στην Ελλάδα) τσιφλικάς, προύχοντας, δημογέροντας
  3. (αρχαία Αθήνα) επίσημος τίτλος
      οι εννέα άρχοντες των Αθηνών
     δείτε τις λέξεις ἄρχων και άρχων

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία