maître
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | maître | maîtres |
θηλυκό | maîtresse | maîtresses |
Ετυμολογία
επεξεργασίαmaître < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική maistre < λατινική magister
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmaître (fr) αρσενικό (θηλυκό maîtresse)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- maitre, maitresse (ορθογραφία του 1990)
Πηγές
επεξεργασία- maître - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- maître - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- maître, maîtresse (nom) & (adj.) - 9e édition (1992-), 9η έκδοση Dictionnaire de l’Académie française (στα γαλλικά - διαθέσιμες όλες οι εκδόσεις - abréviations)
Επίσης, maistre - 1re édition (1694), 1η έκδοση