γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό maître maîtres
θηλυκό maîtresse maîtresses

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

maître (fr) αρσενικό (θηλυκό maîtresse)

  1. ο δάσκαλος
  2. ο μετρ

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • maitre, maitresse (ορθογραφία του 1990)