ἄρχοντας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- ἄρχοντας: από την αιτιατική ενικού «τὸν ἄρχοντα» της μετοχής ἄρχων
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: άρχοντας
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἄρχοντας αρσενικό
- άλλη μορφή του ἄρχων
επεξεργασία
θέμα με ἀρχοντ-
και
→ και δείτε τη λέξη ἄρχω για θέματα με ἀρχ-
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- ἄρχοντας: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ἄρχοντας αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ἄρχοντας
- αιτιατική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ἄρχων
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ἄρχοντας αρσενικό