Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρχοντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αρχοντικ
ός
η
αρχοντικ
ή
το
αρχοντικ
ό
γενική
του
αρχοντικ
ού
της
αρχοντικ
ής
του
αρχοντικ
ού
αιτιατική
τον
αρχοντικ
ό
την
αρχοντικ
ή
το
αρχοντικ
ό
κλητική
αρχοντικ
έ
αρχοντικ
ή
αρχοντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αρχοντικ
οί
οι
αρχοντικ
ές
τα
αρχοντικ
ά
γενική
των
αρχοντικ
ών
των
αρχοντικ
ών
των
αρχοντικ
ών
αιτιατική
τους
αρχοντικ
ούς
τις
αρχοντικ
ές
τα
αρχοντικ
ά
κλητική
αρχοντικ
οί
αρχοντικ
ές
αρχοντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρχοντικός
<
άρχοντας
Επίθετο
επεξεργασία
αρχοντικός
ο του άρχοντα
που ταιριάζει σε άρχοντες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρχοντικός
αγγλικά
:
distinguished
(en)