Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχοντικό τα αρχοντικά
      γενική του αρχοντικού των αρχοντικών
    αιτιατική το αρχοντικό τα αρχοντικά
     κλητική αρχοντικό αρχοντικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχοντικό < άρχοντας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχοντικό ουδέτερο

  1. το σπίτι τού άρχοντα
  2. (μτφ.) το πλουσιόσπιτο
    μόλις βρήκε δουλειά, αγόρασε ένα αρχοντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αρχοντικό