αρχοντικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχοντικό < άρχοντας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχοντικό ουδέτερο
- το σπίτι τού άρχοντα
- (μτφ.) το πλουσιόσπιτο
- μόλις βρήκε δουλειά, αγόρασε ένα αρχοντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχοντικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααρχοντικό
- αιτιατική ενικού του αρχοντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αρχοντικός