• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

προύχοντας

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προύχοντας οι προύχοντες
      γενική του προύχοντα των προυχόντων
    αιτιατική τον προύχοντα τους προύχοντες
     κλητική προύχοντα προύχοντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
προύχοντας < αρχαία ελληνική προύχοντες, πληθυντικός τού προύχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προὔχω / προέχω (ξεχωρίζω, διακρίνομαι, ηγούμαι) < πρό + ἔχω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προύχοντας αρσενικό

  1. (σπάνιο) άνθρωπος με πλούτο και ανώτερη κοινωνική θέση και δύναμη
  2. (ιστορία) δημογέροντας κοτζάμπασης, πρόκριτος, προεστός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    προύχοντας
  • γαλλικά : notable (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=προύχοντας&oldid=7110426"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:52

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:52.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας