προύχοντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προύχοντας < αρχαία ελληνική προύχοντες, πληθυντικός τού προύχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προὔχω / προέχω (ξεχωρίζω, διακρίνομαι, ηγούμαι) < πρό + ἔχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρούχοντας αρσενικό
- (σπάνιο) άνθρωπος με πλούτο και ανώτερη κοινωνική θέση και δύναμη
- (ιστορία) δημογέροντας κοτζάμπασης, πρόκριτος, προεστός