προύχοντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προύχοντας < αρχαία ελληνική προύχοντες, πληθυντικός τού προύχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προὔχω / προέχω (ξεχωρίζω, διακρίνομαι, ηγούμαι) < πρό + ἔχω