Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προύχοντας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
προύχοντ
ας
οι
προύχοντ
ες
γενική
του
προύχοντ
α
των
προυχόντ
ων
αιτιατική
τον
προύχοντ
α
τους
προύχοντ
ες
κλητική
προύχοντ
α
προύχοντ
ες
Κατηγορία
όπως «
φύλακας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
προύχοντας
<
προύχων
< μετοχή του αρχαίου
προὔχω
ή
προέχω
(
ξεχωρίζω, διακρίνομαι, ηγούμαι
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προύχοντας
αρσενικό
άνθρωπος με πλούτο και ανώτερη κοινωνική θέση και δύναμη
δημογέροντας
,
πρόκριτος
,
κοτζάμπασης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προύχοντας
γαλλικά
:
notable
(fr)