πρόκριτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρόκριτος | οι | πρόκριτοι |
γενική | του | πρόκριτου & προκρίτου |
των | πρόκριτων & προκρίτων |
αιτιατική | τον | πρόκριτο | τους | πρόκριτους & προκρίτους |
κλητική | πρόκριτε | πρόκριτοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρόκριτος, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική πρόκριτος < προκρίνω < πρό + κρίνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρόκριτος αρσενικό
- ο εκλεκτός, αυτός που έχει εκλεγεί ή αποφασιστεί πριν την τελική κρίση
- ο αιρετός τοπικός άρχοντας των χριστιανικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
- ο ευγενικής καταγωγής τοπικός άρχων
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- πρόκριση
- πρόκριμα
- προκρίνω
- προκριματικός : ο προδικαστικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πρόκριτος, -ος, -ον
- που τον έχουν επιλέξει, προτιμήσει· ιδίως για κάποιον που επιλέχθηκε σε προκαταρτική διαδικασία και συμπεριλαμβάνεται στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων
Αναφορές επεξεργασία
Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883