πρόκριση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόκριση | οι | προκρίσεις |
γενική | της | πρόκρισης* | των | προκρίσεων |
αιτιατική | την | πρόκριση | τις | προκρίσεις |
κλητική | πρόκριση | προκρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προκρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόκριση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρόκρισις (προτίμηση)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾo.kɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐κρι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόκριση θηλυκό
- το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που υπάρχει επιλογή
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρόκριση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πρόκριση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας