Δείτε επίσης: ἐπιλογή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιλογή οι επιλογές
      γενική της επιλογής των επιλογών
    αιτιατική την επιλογή τις επιλογές
     κλητική επιλογή επιλογές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιλογή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιλογή (διάλεγμα), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sélection ή από την αγγλική selection[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.loˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐λο‐γή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιλογή θηλυκό

  1. το να αποφασίζει κανείς ότι ένα πράγμα ή πρόσωπο είναι καλύτερο ή πιο κατάλληλο από άλλα για κάτι, το να διαλέγει κανείς κάτι ή κάποιον
  2. η ικανότητα ή δυνατότητα να διαλέξει κανείς κάτι ή κάποιον
  3. ένα από το σύνολο πραγμάτων ή προσώπων από το οποίο μπορεί κανείς να διαλέξει
  4. κάτι η κάποιος που διαλέχτηκε
  5. σύνολο επιλεγμένων στοιχείων
    μια επιλογή εκθεμάτων του μουσείου
  6. μια απόφαση ενός προσώπου για κάτι
  7. (πληροφορική) προαιρετικός όρος σε εντολή που την εξειδικεύει
     συνώνυμα: όρος
  8. (βάσεις δεδομένων), (στο σχεσιακό μοντέλο) μοναδιαίος τελεστής (πράξη) της σχεσιακής άλγεβρας, που λαμβάνει σαν τελεστέο μιά σχέση (πίνακα) και δημιουργεί μία νέα σχέση με τις πλειάδες (γραμμές) που ικανοποιούν μια συνθήκη[2]
    ※  Μπορούμε να θεωρήσουμε την πράξη της επιλογής σαν ένα φίλτρο που κρατά μόνο τις πλειάδες εκείνες που ικανοποιούν την συνθήκη επιλογής.[3]
    ※  μπορούμε να συνδυάσουμε πράξεις επιλογής και προβολής για να διατυπώσουμε πιο περίπλοκα ερωτήματα.[2]
    συμβολισμός: σ<συνθήκη επιλογής>(R), όπου R, η σχέση
     συνώνυμα: οριζόντια επιλογή, περιορισμός[3]
    → δείτε τη λέξη  κατακόρυφη επιλογή ή προβολή, τελεστής μετονομασίας

Εκφράσεις επεξεργασία

  • φυσική επιλογή ή επιλογή των ειδών: όρος της βιολογίας, που περιγράφει την διαδικασία της εξέλιξης των ειδών, σύμφωνα με την ικανότητά τους να προσαρμόζονται και να επιβιώνουν

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία