ενικός         πληθυντικός  
choice choices

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʃɔɪs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

choice (en)

  • (μη μετρήσιμο ή μόνο ενικός) η επιλογή, η ικανότητα ή δυνατότητα να διαλέξει
    ⮡  They don’t want to accept, but they have no other choice.
    Δε θέλουν να δεχτούν, αλλά δεν έχουν άλλη επιλογή.