κατακόρυφη επιλογή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατακόρυφη επιλογή < → δείτε τις λέξεις κατακόρυφος και επιλογή
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίακατακόρυφη επιλογή
- (βάσεις δεδομένων), (σχεσιακό μοντέλο) μοναδιαίος τελεστής (πράξη) της σχεσιακής άλγεβρας, που λαμβάνει σαν τελεστέο μιά σχέση (πίνακα) και δημιουργεί μία νέα σχέση που περιέχει ορισμένα από τα γνωρίσματα (στήλες) της αρχικής[1][2]
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μ.Χατζόπουλος, 2009, Το Σχεσιακό Μοντέλο - Σχεσιακή Άλγεβρα, Σχεσιακός Λογισμός, σελ. 39. Προσπέλαση 2020-02-06
- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 61, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04