τελεστέος
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τελεστέος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατελεστέος αρσενικό
- Μία τιμή σε μία έκφραση εύρεσης που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με έναν τελεστή. Οι τελεστέοι μπορεί να είναι σταθερές (αριθμοί ή συμβολοσειρές κειμένου), παραπομπές σε κελιά λογικών προβολών, συναρτήσεις ή εκφράσεις. Στην έκφραση εύρεσης loanAmt > 10000, η παραπομπή σε πεδίο λογικής προβολής loanAmt και ο αριθμός 10000 είναι οι τελεστέοι. Το σύμβολο > είναι ο τελεστής.
- (πληροφορική) μια ή περισσότερες μεταβλητές που λαμβάνουν μέρος σε μια πράξη (αριθμητική, λογική, κλπ). Στην έκφραση a + b, οι a και b είναι οι τελεσταίοι, και η πράξη "+" ο τελεστής