περιορισμός
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περιορισμός < (ελληνιστική κοινή) περιορισμός < περιορίζω < περί + αρχαία ελληνική ὁρίζω < ὅρος < πρωτοελληνική *wórwos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *werw- (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική limitation)
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.o.ɾiˈzmos/
Ουσιαστικό Επεξεργασία
περιορισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιορίζω
- μείωση, ελάττωση
- οτιδήποτε μειώνει, ελαττώνει, περιορίζει
- εξαναγκασμός για παραμονή σε συγκεκριμένο χώρο, χωρίς δυνατότητα αποχώρησης
- (φυσική) το γεγονός ότι τα κουάρκ δεν παρατηρούνται ποτέ απομονωμένα, εγκλωβισμός των κουάρκ
- (βάσεις δεδομένων), (σχεσιακές βάσεις δεδομένων), (SQL) κανόνες, ιδιότητες, που υποστηρίζονται από το ΣΔΒΔ (DBMS) και δίδονται στη στήλη (column) ενός πίνακα (tables)
- Το ΣΔΒΔ που διαχειρίζεται τη βάση υποστηρίζει τη χρήση κανόνων και περιορισμών, που εξασφαλίζουν την ακεραιότητα και την ασφάλεια των δεδομένων.[1]
- Υπώνυμα: διαδοχική διαγραφή ή εξαρτημένη διαγραφή, περιορισμός διαγραφής, περιορισμός ελέγχου, περιορισμός ενημέρωσης, περιορισμός πεδίου ορισμού
- Δείτε επίσης: ακεραιότητα δεδομένων
- (βάσεις δεδομένων) βλ. επιλογή ή οριζόντια επιλογή[2]
Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
περιορισμός
βάσεις δεδομένων, κανόνες, ιδιότητες, ...
Επεξεργασία
- ↑ 6.3. ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΩΝ, Εφαρμογές Λογισμικού - Βιβλίο Μαθητή, Γ' τάξης της Τεχνολογικής Κατεύθυνσης του Ενιαίου Λυκείου. Προσπέλαση 2020-01-31
- ↑ Μ.Χατζόπουλος, 2009, Το Σχεσιακό Μοντέλο - Σχεσιακή Άλγεβρα, Σχεσιακός Λογισμός, σελ. 34-38. Προσπέλαση 2020-02-06