• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ελάττωση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία =
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελάττωση οι ελαττώσεις
      γενική της ελάττωσης
& ελαττώσεως
των ελαττώσεων
    αιτιατική την ελάττωση τις ελαττώσεις
     κλητική ελάττωση ελαττώσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία =Επεξεργασία

ελάττωση < αρχαία ελληνική ἐλάττωσις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ελάττωση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ελαττώνω

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • λιγόστεμα
  • μείωση

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ελαττώνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ελάττωση
  • αγγλικά : decrease (en), decrement (en), diminution (en), reduction (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ελάττωση&oldid=4863667"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 05:25

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 05:25.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie