Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
baisse baisses

  Ουσιαστικό επεξεργασία

baisse (fr) θηλυκό

  1. (οικονομία) η πτώση
  2. η μείωση, η ελάττωση