diminution
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- diminution < diminuer
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /di.mi.ny.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
diminution | diminutions |
diminution (fr) θηλυκό
- η μείωση, η συρρίκνωση, η ελάττωση