recul
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
recul | reculs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrecul (fr) αρσενικό
- η οπισθοχώρηση, η οπισθοπορία
- → δείτε τη λέξη caméra de recul
- η τοπική ή χρονική απόσταση
- (μεταφορικά) η ύφεση
ενικός | πληθυντικός |
recul | reculs |
recul (fr) αρσενικό