ενικός         πληθυντικός  
recul reculs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

recul (fr) αρσενικό

  1. η οπισθοχώρηση, η οπισθοπορία
    → δείτε τη λέξη caméra de recul
  2. η τοπική ή χρονική απόσταση
     συνώνυμα: éloignement
  3. (μεταφορικά) η ύφεση

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία