Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπισθοπορία οι οπισθοπορίες
      γενική της οπισθοπορίας των οπισθοποριών
    αιτιατική την οπισθοπορία τις οπισθοπορίες
     κλητική οπισθοπορία οπισθοπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπισθοπορία < οπισθοπορώ + -ία ή ελληνιστική κοινή ὀπισθοπόρος + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.pi.sθo.poˈri.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πι‐σθο‐πο‐ρί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπισθοπορία θηλυκό

  1. (νεολογισμός) η κίνηση, η πορεία προς τα πίσω ή με την όπισθεν
    ※  Κάθε όχημα πρέπει να είναι εφοδιασμένο με μηχανισμό οπισθοπορίας, ο χειρισμός του οποίου να πραγματοποιείται από τη θέση οδηγήσεως. (*)
    ※  Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιος οδηγός πραγματοποιεί οπισθοπορεία (sic), διότι πέρασε το δρόμο που ήθελε να στρίψει. Τι λέει, όμως, ο Κ.Ο.Κ. για την κίνηση των οχημάτων προς τα πίσω; (*)
  2. (νεολογισμός) οπισθοδρόμηση
    ※  Τέτοια διάθεση δεν υπάρχει από τους εκπροσώπους της αριστερής οπισθοπορίας, για ορισμένους από τους οποίους το πανεπιστημιακό άσυλο είναι ο τόπος της φαντασίας στον οποίο τα σοβιετικά όνειρα θα παίρνουν εκδίκηση. (...) Όμως, η ευθαρσής παραδοχή της οπισθοπορίας τους, δεν καθιστά πρωτοπορία τούς μπερδεμένους φοιτητές. (*)
     αντώνυμα: πρωτοπορία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • «οπισθοπορία ή οπισθοπορεία: (…) Ο αγαπητός Νίκος έχει παρουσιάσει, καθώς πιστεύω, ολοκληρωμένη την εικόνα τού θέματος, που αιτιολογεί τον τύπο οπισθοπορία ως τον μόνο σωστό. Αυτό είναι εύλογο, αφού το λόγ. ρήμα οπισθοπορώ εμφανίζεται γραπτώς το 1859 (Λεξ. Κουμανούδη) και από αυτό προέρχεται η λ. οπισθοπορία. Ας σημειωθεί ότι από τα ελληνιστικά ὀπισθοδρόμος, ὀπισθοδρομῶ σχηματίζονται κανονικά οι τύποι οπισθοδρομία [1812] και οπισθοδρομικός [1866]. Η αγαπητή Βίκυ δικαίως αναρωτιέται ποια θα ήταν η συμπεριφορά ουσιαστικού παραγώγου από το αρχ. προπορεύομαι: Είναι ενδιαφέρον ότι κατά την ελληνιστική εποχή συναντάται (στον Πολύβιο) ο κανονικός και αναμενόμενος τύπος προπορεία, που όμως δεν επιβίωσε στη Νέα Ελληνική. Η συγκεκριμένη παραγωγή ατόνησε (π.χ. τα αρχ. ρήματα ἐκπορεύομαι, συμπορεύομαι δεν έχουν σχηματίσει παράγωγο ουσιαστικό πριν από τη νεοελληνική εποχή). Επιπλέον, τα λόγια σύνθετα σε -πορία προέρχονται όλα από τύπους σε -πόρος / -πορώ και δεν είναι σύνθετα με προθέσεις, ώστε να οδηγήσουν στο σχήμα -πορεύομαι > -πορεία. Συνεπώς, ο τύπος οπισθοπορία ορθογραφείται με -ί-. Ευχαριστώ.» (Θεόδωρος Μωυσιάδης, www.translatum.gr)

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία