άσυλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άσυλο | τα | άσυλα |
γενική | του | ασύλου & άσυλου |
των | ασύλων |
αιτιατική | το | άσυλο | τα | άσυλα |
κλητική | άσυλο | άσυλα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άσυλο < αρχαία ελληνική ἄσυλον < ἀ- στερητικό + συλάω-ῶ
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαάσυλο ουδέτερο
- χώρος ιερός που δεν μπορεί να παραβιαστεί
- ο ναός της Αθηνάς αποτελούσε απαραβίαστο άσυλο
- (συνεκδοχικά) οποιοσδήποτε χώρος που χαίρει κάποιας προστασίας απέναντι στην πολιτεία
- οικογενειακό άσυλο
- πανεπιστημιακό άσυλο
- καταφύγιο για κάποιον που διώκεται
- (κατ' επέκταση) κατάλυμα, χώρος όπου κάποιος βρίσκει προστασία
- βρίσκω άσυλο, ζητώ άσυλο
- δίνω άσυλο, χορηγώ άσυλο
- πολιτικό άσυλο
- ίδρυμα περίθαλψης και προστασίας
- το άσυλο του παιδιού
Εκφράσεις
επεξεργασία- πολιτικό άσυλο : το δικαίωμα κάποιου από αλλοδαπή χώρα να γίνει δεκτός σε μια άλλη χώρα, στην οποία ζητά καταφύγιο. Το δικαίωμα ισχύει υπό ειδικούς όρους και για άτομα που στη χώρα τους διώκονται ή δεν μπορούν να παραμείνουν για πολιτικούς λόγους