περίθαλψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περίθαλψη | οι | περιθάλψεις |
γενική | της | περίθαλψης* | των | περιθάλψεων |
αιτιατική | την | περίθαλψη | τις | περιθάλψεις |
κλητική | περίθαλψη | περιθάλψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιθάλψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περίθαλψη < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική περίθαλ(ψις) (περί-θαλπ- + -σις > -ψις > -ψη< ελληνιστική κοινή περιθάλπω [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈɾi.θal.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐θαλ‐ψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίθαλψη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιατρική, κοινωνιολογία) η παροχή βοήθειας και φροντίδας, η περιποίηση κάποιου
- ⮡ η περίθαλψη των προσφύγων, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- ανοικτή περίθαλψη
- κλειστή περίθαλψη
- κοινωνική περίθαλψη : ο τομέας της κοινωνικής πολιτικής ενός κράτους για την παροχή ιατροφαρμακευτικής, οικονομικής κ.λπ. ανακούφισης και μέριμνας πολιτών ιδιαίτερα της κατώτερης οικονομικής τάξης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περίθαλψη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ περίθαλψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας