Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίθαλψη οι περιθάλψεις
      γενική της περίθαλψης* των περιθάλψεων
    αιτιατική την περίθαλψη τις περιθάλψεις
     κλητική περίθαλψη περιθάλψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιθάλψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

περίθαλψη < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική περίθαλ(ψις) (περί-θαλπ- + -σις > -ψις > -ψη< ελληνιστική κοινή περιθάλπω [1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /peˈɾi.θal.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρί‐θαλ‐ψη

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

περίθαλψη θηλυκό, μόνο στον ενικό

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία