περίθαλψη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περίθαλψη < περιθάλπω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /peˈɾi.θal.psi/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
περίθαλψη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιατρική), (φαρμακευτική), (κοινωνιολογία): η παροχή βοήθειας και φροντίδας, η περιποίηση κάποιου
- η περίθαλψη των προσφύγων, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- ανοικτή περίθαλψη
- κλειστή περίθαλψη
- κοινωνική περίθαλψη : ο τομέας της κοινωνικής πολιτικής ενός κράτους για την παροχή ιατροφαρμακευτικής, οικονομικής κ.λπ. ανακούφισης και μέριμνας πολιτών ιδιαίτερα της κατώτερης οικονομικής τάξης
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
περίθαλψη