Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το θάλπος
      γενική του θάλπους
    αιτιατική το θάλπος
     κλητική θάλπος
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θάλπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θάλπος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈθal.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θάλ‐πος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θάλπος ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θαλπεσ-
ονομαστική τὸ θάλπος τὰ θάλπη - θάλπε
      γενική τοῦ θάλπους - θάλπεος τῶν θαλπῶν - θαλπέων
      δοτική τῷ θάλπει - θάλπεῐ̈ τοῖς θάλπεσ(ν)
    αιτιατική τὸ θάλπος τὰ θάλπη - θάλπεα
     κλητική ! θάλπος θάλπη - θάλπεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θάλπει - θάλπεε
γεν-δοτ τοῖν  θαλποῖν - θαλπέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θάλπος < θάλπω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θάλπος

  1. ζεστασιά, θερμότητα
  2. καύσωνας
  3. κεντρί
  4. πόνος, πικρία

  Πηγές επεξεργασία