θαλπερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θαλπερός | η | θαλπερή & θαλπερά |
το | θαλπερό |
γενική | του | θαλπερού | της | θαλπερής & θαλπεράς |
του | θαλπερού |
αιτιατική | τον | θαλπερό | τη | θαλπερή & θαλπερά |
το | θαλπερό |
κλητική | θαλπερέ | θαλπερή & θαλπερά |
θαλπερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θαλπεροί | οι | θαλπερές | τα | θαλπερά |
γενική | των | θαλπερών | των | θαλπερών | των | θαλπερών |
αιτιατική | τους | θαλπερούς | τις | θαλπερές | τα | θαλπερά |
κλητική | θαλπεροί | θαλπερές | θαλπερά | |||
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση, συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις. | ||||||
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθαλπερός, -ή/-ά, -ό
- ευχάριστα ζεστός
- (μεταφορικά) φιλόξενος, παρήγορος
Μεταφράσεις
επεξεργασία θαλπερός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.