πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καύσωνας οι καύσωνες
      γενική του καύσωνα των καυσώνων
    αιτιατική τον καύσωνα τους καύσωνες
     κλητική καύσωνα καύσωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καύσωνας αρσενικό

  • καιρικό φαινόμενο με υπερβολική ζέστη που έχει συνήθως διάρκεια αρκετών ημερών
     κύμα καύσωνα έχει ενσκήψει

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη καίω

Μεταφράσεις

επεξεργασία