ενσκήπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαενσκήπτω < αρχαία ελληνική ἐνσκήπτω < ἐν + σκήπτω
Ρήμα
επεξεργασίαενσκήπτω
- εμφανίζομαι ξαφνικά και πλήττω κάποιον ή κάτι
- Ο καύσωνας που ενέσκηψε προκάλεσε εκατοντάδες θύματα.
- Ενέσκηψε παγετός / συμφορά / ίωση.