Δείτε επίσης: ἐγκύπτω

  Ετυμολογία

επεξεργασία

εγκύπτω < αρχαία ελληνική ἐγκύπτω

εγκύπτω

  1. ασχολούμαι με κάτι με ιδιαίτερο ζήλο
    Η κυβέρνηση έχει εγκύψει στο πρόβλημα της ανεργίας.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία