εγκύπτω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
εγκύπτω < αρχαία ελληνική ἐγκύπτω
Ρήμα επεξεργασία
εγκύπτω
- ασχολούμαι με κάτι με ιδιαίτερο ζήλο
- Η κυβέρνηση έχει εγκύψει στο πρόβλημα της ανεργίας.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκύπτω
|