Δείτε επίσης: εγκύπτω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐγκύπτω < ἐν + κύπτω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐγκύπτω

  • ...