κύπτω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κύπτω < αρχαία ελληνική κύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keu(b)- (στρέφω, κάμπτω, σκύβω)
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
κύπτω
- (λόγιο) άλλη μορφή του σκύβω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κύπτω
|