• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κύπτω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
κύπτω < αρχαία ελληνική κύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keu(b)- (στρέφω, κάμπτω, σκύβω)

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈci.pto/

Ρήμα

επεξεργασία

κύπτω

  • (λόγιο) άλλη μορφή του σκύβω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ανακύπτω
  • ανακύπτων
  • εγκύπτω
  • κυφός
  • κύφωση
  • προκύπτει
  • υποκύπτω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κύπτω
  • → δείτε τη λέξη σκύβω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κύπτω&oldid=5296059"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 11:17

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 11:17.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας