κυφός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κυφός | η | κυφή | το | κυφό |
γενική | του | κυφού | της | κυφής | του | κυφού |
αιτιατική | τον | κυφό | την | κυφή | το | κυφό |
κλητική | κυφέ | κυφή | κυφό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κυφοί | οι | κυφές | τα | κυφά |
γενική | των | κυφών | των | κυφών | των | κυφών |
αιτιατική | τους | κυφούς | τις | κυφές | τα | κυφά |
κλητική | κυφοί | κυφές | κυφά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυφός < αρχαία ελληνική κυφός < κύπτω
Επίθετο επεξεργασία
κυφός
- που πάσχει από κύφωση
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυφός
|