↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυφωτικός η κυφωτική το κυφωτικό
      γενική του κυφωτικού της κυφωτικής του κυφωτικού
    αιτιατική τον κυφωτικό την κυφωτική το κυφωτικό
     κλητική κυφωτικέ κυφωτική κυφωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυφωτικοί οι κυφωτικές τα κυφωτικά
      γενική των κυφωτικών των κυφωτικών των κυφωτικών
    αιτιατική τους κυφωτικούς τις κυφωτικές τα κυφωτικά
     κλητική κυφωτικοί κυφωτικές κυφωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυφωτικός < κύφω(σις) + -τικός → δείτε το αρχαίο κυφός και κυφόνωτος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.fo.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐φω‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

κυφωτικός, -ή, -ό [1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)