κυφότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κυφότητα < ελληνιστική κοινή κυφότης < αρχαία ελληνική κυφός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κυφότητα θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του κύφωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυφότητα
|