κύφωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κύφωση | οι | κυφώσεις |
γενική | της | κύφωσης* | των | κυφώσεων |
αιτιατική | την | κύφωση | τις | κυφώσεις |
κλητική | κύφωση | κυφώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυφώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κύφωση < αρχαία ελληνική κύφωσις < κυφός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακύφωση θηλυκό
- (ανατομία) (ιατρική) το να είναι κάποιος κυφός, να έχει κύρτωση της σπονδυλικής στήλης στην πλάτη, να έχει καμπούρα