Δείτε επίσης: οἰκεῖος

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικείος η οικεία το οικείο
      γενική του οικείου της οικείας του οικείου
    αιτιατική τον οικείο την οικεία το οικείο
     κλητική οικείε οικεία οικείο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικείοι οι οικείες τα οικεία
      γενική των οικείων των οικείων των οικείων
    αιτιατική τους οικείους τις οικείες τα οικεία
     κλητική οικείοι οικείες οικεία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οικείος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἰκεῖος[1] < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *woyḱos / *wéyḱs + -εῖος (-είος)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈci.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐κεί‐ος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

οικείος, -α, -ο

  1. ο έχων στενή σχέση με κάποιον ή κάτι
  2. γνωστός, γνώριμος
  3. μέλος οικογενειακού περιβάλλοντος (συνήθως στον πληθυντικό)
  4. σχετικός, παρόμοιος, ανάλογος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη οίκος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία