Δείτε επίσης: οικείος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική οἰκεῖος οἰκεί
οἰκεῖος
τὸ οἰκεῖον
      γενική τοῦ οἰκείου τῆς οἰκείᾱς
οἰκείου
τοῦ οἰκείου
      δοτική τῷ οἰκεί τῇ οἰκεί
οἰκεί
τῷ οἰκεί
    αιτιατική τὸν οἰκεῖον τὴν οἰκείᾱν
οἰκεῖον
τὸ οἰκεῖον
     κλητική ! οἰκεῖε οἰκεί
οἰκεῖε
οἰκεῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ οἰκεῖοι αἱ οἰκεῖαι
οἰκεῖοι
τὰ οἰκεῖ
      γενική τῶν οἰκείων τῶν οἰκείων
οἰκείων
τῶν οἰκείων
      δοτική τοῖς οἰκείοις ταῖς οἰκείαις
οἰκείοις
τοῖς οἰκείοις
    αιτιατική τοὺς οἰκείους τὰς οἰκείᾱς
οἰκείους
τὰ οἰκεῖ
     κλητική ! οἰκεῖοι οἰκεῖαι
οἰκεῖοι
οἰκεῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ οἰκείω τὼ οἰκεί
οἰκείω
τὼ οἰκείω
      γεν-δοτ τοῖν οἰκείοιν τοῖν οἰκείαιν
οἰκείοιν
τοῖν οἰκείοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἰκεῖος < οἶκος + -εῖος

  Επίθετο επεξεργασία

οἰκεῖος, -α, -ον και -ος, -ον

  1. οικιακός
    → δείτε  τὰ οἰκεῖα : ιδιωτικές υποθέσεις του σπιτιού, περιουσία (όπως το λατινικό res familiaris)
     αντώνυμα: τὰ τῆς πόλεως
  2. (για πρόσωπα)
    1. συγγενής
    2. φιλικός
  3. (για πράγματα)
    1. που μου ανήκει
      → δείτε  ἡ οἰκεία (γῆ, ιωνική διάλεκτος:οἰκηΐη γῆ)
      οἰκήϊα κακά
    2. δικός μου, προσωπικός, ιδιωτικός
       συνώνυμα: ἴδιος
  4. κατάλληλος, ταιριαστός
  5. (+δοτική) συμβατό με τη φύση κάποιου πράγματος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία