ἐξοικειόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐξοικειόω (ελληνιστική )
- κάνω κάτι δικό μου, αφομοιώνω
- ὁ ἐρρωμένος στόμαχος πάντα ἐξοικειοῖ (Μάρκος Αυρήλιος 10.31)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883