Δείτε επίσης: Φιλικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλικός η φιλική το φιλικό
      γενική του φιλικού της φιλικής του φιλικού
    αιτιατική τον φιλικό τη φιλική το φιλικό
     κλητική φιλικέ φιλική φιλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλικοί οι φιλικές τα φιλικά
      γενική των φιλικών των φιλικών των φιλικών
    αιτιατική τους φιλικούς τις φιλικές τα φιλικά
     κλητική φιλικοί φιλικές φιλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλικός < αρχαία ελληνική φιλικός

  Επίθετο επεξεργασία

φιλικός, -ή, -ό

  1. που δειχνει θετική διάθεση, φιλικότητα
  2. σε αντιδιαστολή προς το εχθρικός
    -Τσακωθήκατε άσχημα; -Όχι, δείξαμε και οι δύο αυτοσυγκράτηση και κάναμε μια φιλική συζήτηση
  3. σε αντιδιαστολή προς το ερωτικός
    Ήταν ένα αθώο, φιλικό φιλί -μας παρεξήγησες
  4. (αθλητισμός) στο ποδόσφαιρο, ο αγώνας που δεν εντάσσεται σε κάποια επίσημη διοργάνωση
  5. (ιστορία) μέλος της Φιλικής Εταιρείας

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία