↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερωτικός η ερωτική το ερωτικό
      γενική του ερωτικού της ερωτικής του ερωτικού
    αιτιατική τον ερωτικό την ερωτική το ερωτικό
     κλητική ερωτικέ ερωτική ερωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερωτικοί οι ερωτικές τα ερωτικά
      γενική των ερωτικών των ερωτικών των ερωτικών
    αιτιατική τους ερωτικούς τις ερωτικές τα ερωτικά
     κλητική ερωτικοί ερωτικές ερωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ερωτικός < αρχαία ελληνική ἐρωτικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ερωτικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τον έρωτα
    ερωτική επιθυμία
    ※  Η ασθματική απόλαυση της ερωτικής νιότης προ της επελάσεως του γήρατος ή του θανάτου αποτελεί κοινότατο τόπο στην κλασική ερωτογραφία, συχνά με τις ευλογίες μιας εξαπλουστευμένης επικούρειας φιλοσοφίας (Οβίδιος, Η τέχνη και τα αντίδοτα του Έρωτα, μετάφραση Θοδωρής Παπαγγελής, εκδ. Μεταίχμιο, 2021)
  2. που εκφράζει πόθο και το συναίσθημα του έρωτα
    ερωτικό άγγιγμα
  3. που εμπνέει συναισθήματα παρόμοια με του έρωτα
    πολλοί περιγράφουν τη Θεσσαλονίκη ως ερωτική πόλη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία