ερωτικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ερωτικός < αρχαία ελληνική ἐρωτικός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ερωτικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον έρωτα
- ερωτική επιθυμία
- που εκφράζει πόθο και το συναίσθημα του έρωτα
- ερωτικό άγγιγμα
- που εμπνέει συναισθήματα παρόμοια με του έρωτα
- πολλοί περιγράφουν τη Θεσσαλονίκη ως ερωτική πόλη