νιότη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νιότη < μεσαιωνική ελληνική νιότη < αρχαία ελληνική νεότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίανιότη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- νιάτα
- ※ Η ασθματική απόλαυση της ερωτικής νιότης προ της επελάσεως του γήρατος ή του θανάτου αποτελεί κοινότατο τόπο στην κλασική ερωτογραφία, συχνά με τις ευλογίες μιας εξαπλουστευμένης επικούρειας φιλοσοφίας (Οβίδιος, Η τέχνη και τα αντίδοτα του Έρωτα, μετάφραση Θοδωρής Παπαγγελής, εκδ. Μεταίχμιο, 2021)