Ετυμολογία

επεξεργασία
νιότη < μεσαιωνική ελληνική νιότη < αρχαία ελληνική νεότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νιότη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία