↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικούρειος η επικούρεια το επικούρειο
      γενική του επικούρειου της επικούρειας του επικούρειου
    αιτιατική τον επικούρειο την επικούρεια το επικούρειο
     κλητική επικούρειε επικούρεια επικούρειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικούρειοι οι επικούρειες τα επικούρεια
      γενική των επικούρειων των επικούρειων των επικούρειων
    αιτιατική τους επικούρειους τις επικούρειες τα επικούρεια
     κλητική επικούρειοι επικούρειες επικούρεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επικούρειος < ελληνιστική κοινή Ἐπικούρειος

  Επίθετο

επεξεργασία

επικούρειος

  1. που έχει σχέση με τον Επίκουρο και τις φιλοσοφικές του απόψεις ή αναφέρεται σ’ αυτόν
    ※  Η ασθματική απόλαυση της ερωτικής νιότης προ της επελάσεως του γήρατος ή του θανάτου αποτελεί κοινότατο τόπο στην κλασική ερωτογραφία, συχνά με τις ευλογίες μιας εξαπλουστευμένης επικούρειας φιλοσοφίας (Οβίδιος, Η τέχνη και τα αντίδοτα του Έρωτα, μετάφραση Θοδωρής Παπαγγελής, εκδ. Μεταίχμιο, 2021)
  2. (σπάνιο) ευδαιμονιστικός
  3. (ουσιαστικοποιημένο) επικούρειος: φιλόσοφος ή διανοητής που ασπάζεται τις φιλοσοφικές απόψεις του Επίκουρου ή ζει σύμφωνα μ’ αυτές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία