φιλόσοφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φιλόσοφος | οι | φιλόσοφοι |
γενική | του | φιλόσοφου & φιλοσόφου |
των | φιλόσοφων & φιλοσόφων |
αιτιατική | τον | φιλόσοφο | τους | φιλόσοφους & φιλοσόφους |
κλητική | φιλόσοφε | φιλόσοφοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιλόσοφος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φιλόσοφος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈlo.so.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λό‐σο‐φος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλόσοφος αρσενικό ή θηλυκό
- που φιλοσοφεί συχνά, που αναλύει τα πάντα με φιλοσοφικές αρχές, αγαπά τη γνώση και την εις βάθος εξέταση της φύσης των πραγμάτων
- ο εισηγητής ενός ρεύματος φιλοσοφίας
- (επάγγελμα) ο μελετητής της φιλοσοφίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φιλόσοφος