αμπελοφιλόσοφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αμπελοφιλόσοφος | οι | αμπελοφιλόσοφοι |
γενική | του/της του |
αμπελοφιλοσόφου αμπελοφιλόσοφου |
των | αμπελοφιλοσόφων |
αιτιατική | τον/την | αμπελοφιλόσοφο | τους/τις τους |
αμπελοφιλοσόφους αμπελοφιλόσοφους |
κλητική | αμπελοφιλόσοφε | αμπελοφιλόσοφοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /am.be.lo.fiˈlo.so.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπε‐λο‐φι‐λό‐σο‐φος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμπελοφιλόσοφος αρσενικό ή θηλυκό
- (μειωτικό) που λέει αμπελοφιλοσοφίες
- ※ Τις ώρες του τις κανόνιζε η ταβέρνα, η παρέα της ταβέρνας, κάτι γεροντοπαλήκαρα αμπελοφιλόσοφοι. (Γιώργος Ιωάννου, Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας)
Συγγενικά
επεξεργασία- αμπελοφιλοσοφία
- αμπελοφιλοσοφικός
- αμπελοφιλοσοφώ
- → δείτε τις λέξεις αμπέλι, φιλόσοφος, φίλος και σοφός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμπελοφιλόσοφος
|