αμπελοφιλοσοφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμπελοφιλοσοφικός < αμπελοφιλόσοφος / αμπελοφιλοσοφία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίααμπελοφιλοσοφικός
- (σπάνιο) που έχει σχέση με αμπελοφιλοσοφία ή αμπελοφιλόσοφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Πηγές
επεξεργασία- αμπελοφιλοσοφικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμπελοφιλοσοφικός
|