φιλοσοφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοσοφώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλοσοφῶ,[1] συνηρημένος τύπος του φιλοσφέω < φιλόσοφος < (φιλέω) φιλό- + σοφός[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.lo.soˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λο‐σο‐φώ
- τονικό παρώνυμο: φιλόσοφο
Ρήμα
επεξεργασίαφιλοσοφώ, αόρ.: φιλοσόφησα, μτχ.π.π.: φιλοσοφημένος (χωρίς παθητική φωνή)
- ασχολούμαι με τη φιλοσοφία
- θέτω ερωτήματα για θέματα που ο μέσος άνθρωπος θεωρεί δεδομένα
- (μεταφορικά) προσπαθώ να δω τη ζωή ή μια συγκεκριένη κατάσταση στις ευρύτερες διαστάσεις της, πιο αποστασιοποιημένα
- ⮡ το φιλοσόφησα το πράγμα, και δεν με ενοχλεί πια!
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φιλοσοφώ | φιλοσοφούσα | θα φιλοσοφώ | να φιλοσοφώ | φιλοσοφώντας | |
β' ενικ. | φιλοσοφείς | φιλοσοφούσες | θα φιλοσοφείς | να φιλοσοφείς | ||
γ' ενικ. | φιλοσοφεί | φιλοσοφούσε | θα φιλοσοφεί | να φιλοσοφεί | ||
α' πληθ. | φιλοσοφούμε | φιλοσοφούσαμε | θα φιλοσοφούμε | να φιλοσοφούμε | ||
β' πληθ. | φιλοσοφείτε | φιλοσοφούσατε | θα φιλοσοφείτε | να φιλοσοφείτε | φιλοσοφείτε | |
γ' πληθ. | φιλοσοφούν(ε) | φιλοσοφούσαν(ε) | θα φιλοσοφούν(ε) | να φιλοσοφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φιλοσόφησα | θα φιλοσοφήσω | να φιλοσοφήσω | φιλοσοφήσει | ||
β' ενικ. | φιλοσόφησες | θα φιλοσοφήσεις | να φιλοσοφήσεις | φιλοσόφησε | ||
γ' ενικ. | φιλοσόφησε | θα φιλοσοφήσει | να φιλοσοφήσει | |||
α' πληθ. | φιλοσοφήσαμε | θα φιλοσοφήσουμε | να φιλοσοφήσουμε | |||
β' πληθ. | φιλοσοφήσατε | θα φιλοσοφήσετε | να φιλοσοφήσετε | φιλοσοφήστε | ||
γ' πληθ. | φιλοσόφησαν φιλοσοφήσαν(ε) |
θα φιλοσοφήσουν(ε) | να φιλοσοφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φιλοσοφήσει | είχα φιλοσοφήσει | θα έχω φιλοσοφήσει | να έχω φιλοσοφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις φιλοσοφήσει | είχες φιλοσοφήσει | θα έχεις φιλοσοφήσει | να έχεις φιλοσοφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει φιλοσοφήσει | είχε φιλοσοφήσει | θα έχει φιλοσοφήσει | να έχει φιλοσοφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φιλοσοφήσει | είχαμε φιλοσοφήσει | θα έχουμε φιλοσοφήσει | να έχουμε φιλοσοφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε φιλοσοφήσει | είχατε φιλοσοφήσει | θα έχετε φιλοσοφήσει | να έχετε φιλοσοφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φιλοσοφήσει | είχαν φιλοσοφήσει | θα έχουν φιλοσοφήσει | να έχουν φιλοσοφήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φιλοσοφημένος - είμαστε, είστε, είναι φιλοσοφημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φιλοσοφημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φιλοσοφημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φιλοσοφημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φιλοσοφημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φιλοσοφημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φιλοσοφημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλοσοφώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φιλοσοφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ s.v. «φιλόσοφος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.