Δείτε επίσης: φιλοσοφῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλοσοφώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλοσοφῶ,[1] συνηρημένος τύπος του φιλοσφέω < φιλόσοφος < (φιλέω) φιλό- + σοφός[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fi.lo.soˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λο‐σο‐φώ
τονικό παρώνυμο: φιλόσοφο

φιλοσοφώ, αόρ.: φιλοσόφησα, μτχ.π.π.: φιλοσοφημένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ασχολούμαι με τη φιλοσοφία
  2. θέτω ερωτήματα για θέματα που ο μέσος άνθρωπος θεωρεί δεδομένα
  3. (μεταφορικά) προσπαθώ να δω τη ζωή ή μια συγκεκριένη κατάσταση στις ευρύτερες διαστάσεις της, πιο αποστασιοποιημένα
    ⮡  το φιλοσόφησα το πράγμα, και δεν με ενοχλεί πια!

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. φιλοσοφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. «φιλόσοφος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.