φιλέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕνεστώτας | φιλέω-ῶ |
---|---|
Παρατατικός | ἐφίλουν |
Μέλλοντας | φιλήσω |
Αόριστος | ἐφίλησα |
Παρακείμενος | πεφίληκα |
Υπερσυντέλικος | - |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιλέω < φίλος + jω
Ρήμα
επεξεργασίαφιλέω (απαντά σπανίως και ως φίλημμι και φίλειμι)
- Στους ομηρικούς χρόνους είχε την έννοια του φέρομαι ευγενικά, φιλοξενώ, καλοδέχομαι κάποιον, καλωσορίζω, φιλεύω
- παρ᾽ ἄμμι φιλήσεαι
- Μετά τους ομηρικούς χρόνους σταδιακά απέκτησε τις επιπλέον έννοιες αγαπώ, αρέσκομαι σε κάτι, εγκρίνω, επιδοκιμάζω
- ὅσα θεοὶ ἀνθρώποις οὓς φιλοῦσιν (όσα <δίνουν> οι θεοί στους ανθρώπους που αγαπούν)
- συνηθίζω, και ως απρόσωπο ειδικά, έχει την έννοια του "όπως συνηθίζεται" ή "όπως γίνεται συνήθως"
- ὡς δὴ φιλεῖ
- αὔρη δὲ ἀπὸ ψυχροῦ τινος φιλέει πνέειν (η αύρα συνήθως έρχεται από ψυχρά μέρη)
- δίνω φιλί, κάνω έρωτα με κάποιον/κάποιαν (και οι δύο πολύ μεταγενέστερες έννοιες)
- τὸ φίλαμα, τὸ τὸν Ἄδωνιν φίλασεν (το φίλημα που έδωσε στον Άδωνι)
- τὰς παρειὰς φιλέονται (φιλιώνται στα μάγουλα)
- το μέσο φιλοῦμαι δείχνει αμοιβαιότητα θετικών αισθημάτων και το παθητικό σημαίνει ότι γίνομαι αντικείμενο αγάπης, φιλοξενούμαι, με τιμούν
Ενεστώτας | φιλοῦμαι |
---|---|
Παρατατικός | ἐφιλούμην |
Μέλλοντας | φιλήσομαι φιληθήσομαι(μεταγ.) |
Αόριστος | ἐφιλάμην ἐφιλήθην |
Παρακείμενος | πεφίλημαι |
Υπερσυντέλικος | ἐπεφιλήμην (μεταγ.) |
Τετ. Μέλλων | πεφιλήσομαι (μεταγ.) |
Συγγενικά
επεξεργασία- φίλιος
- φίλημα και δωρικός τύπος φίλαμα
- φίλτρον
- φίλιννα (η αγαπούλα)
- φίλιος (που ανήκει σε φίλο)
- φιλητέον (που πρέπει, του αξίζει να το προτιμάς)
- φιλητός (αξιαγάπητος)
- φιλητικός (ο τρυφερός
- ὁ, ἡ φιλήτωρ (ο εραστής, η ερωμένη)
- φιλότης (η φιλική προσέγγιση, διάθεση αλλά και η ερωτική πράξη), φιλημοσύνη (η τρυφερή ή φιλική διάθεση), φιλία
- φιλοτήσιος
- φίλτρον
- τα φιλίτια
- ἄφιλος
- δημοφιλής (δήμος + φιλέω)
Σύνθετα
επεξεργασία- ἀντιφιλέω - ἀντιφιλῶ (: ανταποκρίνομαι στον έρωτα, στο φιλί)
- καταφιλέω - καταφιλῶ (αγαπάω πολύ, φιλάω πολλές φορές)
- ὑπερφιλέω-ὑπερφιλῶ ( υπεραγαπώ )