Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλοσοφημένος η φιλοσοφημένη το φιλοσοφημένο
      γενική του φιλοσοφημένου της φιλοσοφημένης του φιλοσοφημένου
    αιτιατική τον φιλοσοφημένο τη φιλοσοφημένη το φιλοσοφημένο
     κλητική φιλοσοφημένε φιλοσοφημένη φιλοσοφημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλοσοφημένοι οι φιλοσοφημένες τα φιλοσοφημένα
      γενική των φιλοσοφημένων των φιλοσοφημένων των φιλοσοφημένων
    αιτιατική τους φιλοσοφημένους τις φιλοσοφημένες τα φιλοσοφημένα
     κλητική φιλοσοφημένοι φιλοσοφημένες φιλοσοφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλοσοφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φιλοσοφώ

  Μετοχή επεξεργασία

φιλοσοφημένος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία