αφιλοσόφητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφιλοσόφητος < (ελληνιστική κοινή) ἀφιλοσόφητος
Επίθετο επεξεργασία
αφιλοσόφητος
- που δεν είναι φιλοσοφημένος
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφιλοσόφητος
Δείτε επίσης : ἀφιλοσόφητος |
αφιλοσόφητος