s.v.
Ετυμολογία
επεξεργασία
Συντομομορφή
επεξεργασία
s.v.
- (βιβλιογραφική παραπομπή) sub verbo ή sub voce: κάτω από τη λέξη (κάποιου λήμματος)· σημειώνεται πριν από λήμμα λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας, για κάτι που αναφέρεται μέσα στο κείμενό του
- ⮡ Η μετοχή αγανακτισμένος (σχόλια s.v. «αγανακτώ» στο λεξικό Τάδε) …