λήμμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λήμμα | τα | λήμματα |
γενική | του | λήμματος | των | λημμάτων |
αιτιατική | το | λήμμα | τα | λήμματα |
κλητική | λήμμα | λήμματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λήμμα < ελληνιστική κοινή λῆμμα < αρχαία ελληνική λῆμμα
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λήμμα ουδέτερο
- (λεξικογραφία) καταχώρηση, άρθρο που υπάρχει αλφαβητικά καταχωρισμένο σε ένα λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια
- Το Βικιλεξικό έχει πάνω από 80.000 λήμματα στην ελληνική γλώσσα.
- (λογική) πρόταση που θεωρείται αληθής και χρησιμοποιείται σε ένα συλλογισμό για να αποδειχθεί η αλήθεια ενός συμπεράσματος
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- λήμμα στη Βικιπαίδεια
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λήμμα