Δείτε επίσης: λῆμμα, λῆμα, λίμα, Λίμα, λύμα, λεῖμμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λήμμα τα λήμματα
      γενική του λήμματος των λημμάτων
    αιτιατική το λήμμα τα λήμματα
     κλητική λήμμα λήμματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λήμμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λῆμμα (θέμα επιγράμματος), αρχαία σημασία: επιχείρημα, αρχική σημασία: οτιδήποτε λαμβάνεται [1] → δείτε τη λέξη λαμβάνω
λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική lemma [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈli.ma/
ομόηχα: λίμα, Λίμα, λύμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λήμμα ουδέτερο

  1. (λεξικογραφία) καταχώρηση, άρθρο που υπάρχει αλφαβητικά καταχωρισμένο σε ένα λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια
    Εκείνο το λεξικό έχει πάνω από 80.000 λήμματα.
  2. (λογική) πρόταση που θεωρείται αληθής και χρησιμοποιείται σε ένα συλλογισμό για να αποδειχθεί η αλήθεια ενός συμπεράσματος

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
λημμ- 

→ και δείτε τις λέξεις ειλημμένος και λαμβάνω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λήμμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.