λημματογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.ma.to.ɣɾaˈfo/
Ρήμα
επεξεργασίαλημματογραφώ (παθητική φωνή: λημματογραφούμαι)
- συγγράφω και καταγράφω τα λήμματα ενός λεξικού ή μιας εγκυκλοπαίδειας
Συγγενικά
επεξεργασία- αλημματογράφητος
- λημματογραφημένος
- λημματογράφηση
- λημματογραφία
- λημματογραφικός
- λημματογράφος
- → δείτε τις λέξεις λήμμα, λαμβάνω και γράφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λημματογραφώ | λημματογραφούσα | θα λημματογραφώ | να λημματογραφώ | λημματογραφώντας | |
β' ενικ. | λημματογραφείς | λημματογραφούσες | θα λημματογραφείς | να λημματογραφείς | (λημματογράφει) | |
γ' ενικ. | λημματογραφεί | λημματογραφούσε | θα λημματογραφεί | να λημματογραφεί | ||
α' πληθ. | λημματογραφούμε | λημματογραφούσαμε | θα λημματογραφούμε | να λημματογραφούμε | ||
β' πληθ. | λημματογραφείτε | λημματογραφούσατε | θα λημματογραφείτε | να λημματογραφείτε | λημματογραφείτε | |
γ' πληθ. | λημματογραφούν(ε) | λημματογραφούσαν(ε) | θα λημματογραφούν(ε) | να λημματογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λημματογράφησα | θα λημματογραφήσω | να λημματογραφήσω | λημματογραφήσει | ||
β' ενικ. | λημματογράφησες | θα λημματογραφήσεις | να λημματογραφήσεις | λημματογράφησε | ||
γ' ενικ. | λημματογράφησε | θα λημματογραφήσει | να λημματογραφήσει | |||
α' πληθ. | λημματογραφήσαμε | θα λημματογραφήσουμε | να λημματογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | λημματογραφήσατε | θα λημματογραφήσετε | να λημματογραφήσετε | λημματογραφήστε | ||
γ' πληθ. | λημματογράφησαν λημματογραφήσαν(ε) |
θα λημματογραφήσουν(ε) | να λημματογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λημματογραφήσει | είχα λημματογραφήσει | θα έχω λημματογραφήσει | να έχω λημματογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις λημματογραφήσει | είχες λημματογραφήσει | θα έχεις λημματογραφήσει | να έχεις λημματογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει λημματογραφήσει | είχε λημματογραφήσει | θα έχει λημματογραφήσει | να έχει λημματογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λημματογραφήσει | είχαμε λημματογραφήσει | θα έχουμε λημματογραφήσει | να έχουμε λημματογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε λημματογραφήσει | είχατε λημματογραφήσει | θα έχετε λημματογραφήσει | να έχετε λημματογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λημματογραφήσει | είχαν λημματογραφήσει | θα έχουν λημματογραφήσει | να έχουν λημματογραφήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία λημματογραφώ
|