Ετυμολογία

επεξεργασία
λημματογραφώ < λήμμα (γενική: λήμματος) + -ο- + -γραφώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.ma.to.ɣɾaˈfo/

λημματογραφώ (παθητική φωνή: λημματογραφούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία