Ετυμολογία

επεξεργασία
λημματογραφώ < λήμμα (γενική: λήμματος) + -ο- + -γραφώ

λημματογραφώ (παθητική φωνή: λημματογραφούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία