συγγράφω
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγγράφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγγράφω < συγ- + γράφω[1][2][3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋˈɡɾa.fo/
- ΔΦΑ : /siŋˈɣɾa.fo/ (προφορικό)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συγ‐γρά‐φω
Ρήμα
επεξεργασίασυγγράφω
- γράφω, συντάσσω κείμενο, συνθέτω έργο (λογοτεχνίας, επιστήμης κτλ.) σε πεζό λόγο κατ' αντιδιαστολή προς την ποίηση
- ⮡ (μεταβατικό) Συγγράφει τη διπλωματική του εργασία.
- ⮡ (αμετάβατο) Δεν έχει διαπιστωθεί εάν το έργο συγγράφηκε από έναν συγγραφέα ή ομαδικά.
Συγγενικά
επεξεργασία- σύγγραμμα
- συγγραφέας
- συγγραφή
- συγγραφικός
- → δείτε τις λέξεις συν και γράφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγγράφω | συνέγραφα | θα συγγράφω | να συγγράφω | συγγράφοντας | |
β' ενικ. | συγγράφεις | συνέγραφες | θα συγγράφεις | να συγγράφεις | σύγγραφε | |
γ' ενικ. | συγγράφει | συνέγραφε | θα συγγράφει | να συγγράφει | ||
α' πληθ. | συγγράφουμε | συγγράφαμε | θα συγγράφουμε | να συγγράφουμε | ||
β' πληθ. | συγγράφετε | συγγράφατε | θα συγγράφετε | να συγγράφετε | συγγράφετε | |
γ' πληθ. | συγγράφουν(ε) | συνέγραφαν συγγράφαν(ε) |
θα συγγράφουν(ε) | να συγγράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνέγραψα | θα συγγράψω | να συγγράψω | συγγράψει | ||
β' ενικ. | συνέγραψες | θα συγγράψεις | να συγγράψεις | σύγγραψε | ||
γ' ενικ. | συνέγραψε | θα συγγράψει | να συγγράψει | |||
α' πληθ. | συγγράψαμε | θα συγγράψουμε | να συγγράψουμε | |||
β' πληθ. | συγγράψατε | θα συγγράψετε | να συγγράψετε | συγγράψτε | ||
γ' πληθ. | συνέγραψαν συγγράψαν(ε) |
θα συγγράψουν(ε) | να συγγράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συγγράψει | είχα συγγράψει | θα έχω συγγράψει | να έχω συγγράψει | ||
β' ενικ. | έχεις συγγράψει | είχες συγγράψει | θα έχεις συγγράψει | να έχεις συγγράψει | έχε συγγραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει συγγράψει | είχε συγγράψει | θα έχει συγγράψει | να έχει συγγράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε συγγράψει | είχαμε συγγράψει | θα έχουμε συγγράψει | να έχουμε συγγράψει | ||
β' πληθ. | έχετε συγγράψει | είχατε συγγράψει | θα έχετε συγγράψει | να έχετε συγγράψει | έχετε συγγραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν συγγράψει | είχαν συγγράψει | θα έχουν συγγράψει | να έχουν συγγράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συγγραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συγγραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συγγραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συγγραμμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγγράφομαι | συγγραφόμουν(α) | θα συγγράφομαι | να συγγράφομαι | συγγραφόμενος | |
β' ενικ. | συγγράφεσαι | συγγραφόσουν(α) | θα συγγράφεσαι | να συγγράφεσαι | (συγγράφου) | |
γ' ενικ. | συγγράφεται | συγγραφόταν(ε) | θα συγγράφεται | να συγγράφεται | ||
α' πληθ. | συγγραφόμαστε | συγγραφόμαστε συγγραφόμασταν |
θα συγγραφόμαστε | να συγγραφόμαστε | ||
β' πληθ. | συγγράφεστε | συγγραφόσαστε συγγραφόσασταν |
θα συγγράφεστε | να συγγράφεστε | (συγγράφεστε) | |
γ' πληθ. | συγγράφονται | συγγράφονταν συγγραφόντουσαν |
θα συγγράφονται | να συγγράφονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγγράφηκα | θα συγγραφώ | να συγγραφώ | συγγραφεί | ||
β' ενικ. | συγγράφηκες | θα συγγραφείς | να συγγραφείς | συγγράψου | ||
γ' ενικ. | συγγράφηκε | θα συγγραφεί | να συγγραφεί | |||
α' πληθ. | συγγραφήκαμε | θα συγγραφούμε | να συγγραφούμε | |||
β' πληθ. | συγγραφήκατε | θα συγγραφείτε | να συγγραφείτε | συγγραφείτε | ||
γ' πληθ. | συγγράφηκαν συγγραφήκαν(ε) |
θα συγγραφούν(ε) | να συγγραφούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συγγραφεί | είχα συγγραφεί | θα έχω συγγραφεί | να έχω συγγραφεί | συγγεγραμμένος | |
β' ενικ. | έχεις συγγραφεί | είχες συγγραφεί | θα έχεις συγγραφεί | να έχεις συγγραφεί | ||
γ' ενικ. | έχει συγγραφεί | είχε συγγραφεί | θα έχει συγγραφεί | να έχει συγγραφεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συγγραφεί | είχαμε συγγραφεί | θα έχουμε συγγραφεί | να έχουμε συγγραφεί | ||
β' πληθ. | έχετε συγγραφεί | είχατε συγγραφεί | θα έχετε συγγραφεί | να έχετε συγγραφεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συγγραφεί | είχαν συγγραφεί | θα έχουν συγγραφεί | να έχουν συγγραφεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συγγεγραμμένος - είμαστε, είστε, είναι συγγεγραμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συγγεγραμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συγγεγραμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συγγεγραμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συγγεγραμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συγγεγραμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συγγεγραμμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συγγράφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συγγράφω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συγγράφω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συγγράφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συγγράφω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ↑ συγγράφω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συγγράφω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συγγράφω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.